φοινικόκροκον

φοινικόκροκον
φοινῑκόκροκον , φοινικόκροκος
of purple woof
masc/fem acc sg
φοινῑκόκροκον , φοινικόκροκος
of purple woof
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φοινικόκροκος — ον, Α υφασμένος με κόκκινο νήμα («φοινικόκροκον ζώναν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + κροκός (< κροκή [Ι] «υφάδι, κλωστή, νήμα»), πρβλ. λινό κροκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”